- κουτσοκεφαλιάζω
- και κουτσοκεφαλίζω (Μ κουτσοκεφαλίζω) [κουτσοκέφαλος]κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοψοκεφαλιάζω — κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλιάζω, σπαζο κεφαλιάζω] … Dictionary of Greek
κοψοκεφαλιάζω — κοψοκεφάλιασα, κοψοκεφαλιάστηκα, κοψοκεφαλιασμένος, κόβω το κεφάλι ή την κορυφή, αποκεφαλίζω, κουτσοκεφαλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)